- αντράκλα
- ηη γλιστρίδα, φυτό που τρώγεται ωμό (σαλάτα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντράκλα — κ. αντράχλα κ. ανδράκλα, η κοινή ονομασία του φυτού πορτουλάκη ή λαχανηρά ή ολισθηρίς, αλλιώς κ. γλιστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ανδράχλη < ανδράχνη, με ανομοίωση ή από συμφυρμό των αρχ. ουσ. ανδράχνη και ανδράχλη. Η ετυμολογία του αρχ. τύπου… … Dictionary of Greek
Portulaca oleracea — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) … Wikipedia
Portulaca oleracea — Pourpier … Wikipédia en Français
γλιστρίδα — και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) [γλιστρώ] 1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα 2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» φλυαρεί ακατάσχετα … Dictionary of Greek
εγκλυστρίς — ἐγκλυστρίς, η (Μ) το φυτό αδράχνη, η αντράκλα … Dictionary of Greek
πορτουλάκα — και πάλ. τ. πορτουλάκη, η, Ν (βοτ) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες 2. φρ. «πορτουλάκη η λαχανηρά» λόγια ονομασία τού είδους Portulaca oleracea, που απαντά αυτοφυές ή καλλιεργούμενο στην Ελλάδα και είναι γνωστό … Dictionary of Greek
γλιστρίδα — η 1. το φυτό αδράχνη η λαχανερή, η αντράκλα, τα φύλλα του οποίου τρώγονται ως σαλατικό. 2. φρ., «Έφαγα γλιστρίδα», μιλώ ασταμάτητα, φλυαρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)